ΧΟΡΩΔΙΑ ΣΟΥΡΟΥΛΛΑ (1917 - ……..) Κάθε πνευματική δημιουργία είναι αναμφίβολα ο καθρέφτης του δημιουργού της, και έκφραση του πνεύματος της εποχής της ή κάποιας εποχής. Αν ο δημιουργός προτρέξει την εποχή του και εκ των υστέρων το δημιούργημα του τύχει πάγκοινης αναγνώρισης τότε τούτο παίρνει θέση πρωτοποριακή και καταγράφεται σαν διαχρονικό. Τέτοιο διαχρονικό έργο δημιούργησε με την ίδρυση της χορωδίας του ο Γιάγκος Σουρουλλάς το 1917. Σε χρόνο ανύποπτο που δεν υπήρξε ποτέ τίποτε προηγούμενο. Ούτε είδε, ούτε άκουσε, ούτε γνώριζε για εκκλησιαστικές χορωδίες. Το μόνο που λειτουργούσε μέσα του ήταν η αφοσίωση, το αίσθημα του «εμείς» η αγάπη του γι’ αυτό που ήθελε να δημιουργήσει. Και το έκανε. Κι άντεξε στο χρόνο. Παράλαβε από το δάσκαλό του Τομπόλη μια δεξιά εκκλησιαστική χοροστασία για θέση ενός ψάλτη μόνο. Και σε λίγο διάστημα ο ένας ψάλτης διοχετεύτηκε, ενσωματώθηκε και έχασε ενσυνείδητα το «εγώ», μέσα σε μια ομάδα ακαθόριστου αριθμού ερασιτεχνών ψαλτών που αποτελούσαν τη χορωδία. Και ένας αεικίνητος έφηβος ενεργητικός, νύχτα και μέρα οργάνωνε, έγραφε, διάβαζε, δίδασκε ακατάπαυστα νέα παιδιά για 60 τόσα χρόνια μέχρι το θάνατο του για να στήσει αυτό που ονειρεύτηκε. Ο Γιάγκος Σουρουλλάς: «…Μια χορωδία μια πηγή που έχτισε μ’ αγάπη και σωφροσύνη περισσή πριν απ’ ογδόντα χρόνια στη Λύση ο Γιάγκος Σουρουλλάς. Κι ακόμα ν’ αναβλύζει το γάργαρο Λυσιώτικο νερό : Ύμνους ψαλμούς τραγούδια γεμάτα χάρη κι ομορφιά κι όλο ευωδία και μύρο…» «Χορωδία Σουρουλλά». Δυο λέξεις. Που κλείνουν μέσα τόσα πολλά!... Αισθήματα και συναισθήματα. Κόπους και ξενύχτια. Χαρές και λύπες. Χειροκροτήματα και … χλευασμούς!... Στήθηκε όμως. Καθιερώθηκε κι εκτιμήθηκε η χορωδία, χάρη στην πίστη και την αφοσίωση, την υπομονή και την επιμονή του ιδρυτή της. Του ανθρώπου που πρόσφερε τόσα πολλά στη Λύση, σε πολλούς κλάδους και τομείς. Τον πολιτιστικό, τον κοινωνικό, τον εθνικό. Του ευαίσθητου μουσικοσυνθέτη. Του απλήρωτου μουσικοδιδασκάλου. Του ανθρώπου που σημάδεψε με την παρουσία και την προσφορά του, ανεξίτηλα τα βήματα του στην πολιτιστική παράδοση της Λύσης. Ήταν εποχή που οι νέοι του χωριού και των περιχώρων, βρίσκανε πάντα διέξοδο στις πνευματικές τους ανησυχίες, στην προσφιλή απασχόλησή τους με τη Βυζαντινή μουσική. Κι έτρεχαν σαν διψασμένα πουλιά στην πηγή του Γιάγκου του Καλλή (Σουρουλλά). Και η χορωδία επισταμένα πλαισιώνεται με νέα παιδιά με παιδικές και ανδρικές φωνές που συνεχώς ανανεωνόμενη, στάθηκε φωτεινός μουσικός φάρος, χωρίς να σβήσει ούτε μια στιγμή. Μέχρι την αποφράδα μέρα του υποχρεωτικού εκτοπισμού της στις 14 Αυγούστου 1974 και το θάνατο του ιδρυτή της στις 5 του Μάρτη 1976. Χαμήλωσε για λίγο το φως της χωρίς ποτέ να σβήσει. Και στέκει μέχρι σήμερα (1996) χάρη στην αφοσίωση και το ζήλο των μελών της, μαθητών του μεγάλου δασκάλου τους… Και η σημερινή (1996) χορωδία όπως και όλες οι άλλες στα παλιά τους χρόνια, με τις δεκάδες μέλη της κάθε ηλικίας από 10-85 χρονών που αποτελείται από μικρά παιδιά, εργάτες, αγρότες, τεχνίτες, εργαζομένους, διανοούμενους, εκπαιδευτικούς, είναι όλοι εραστές της Βυζαντινής Μουσικής, και ερασιτέχνες προσφοράς με την κυριολεκτική έννοια του όρου, που όχι μόνο δεν είχαν και δεν έχουν καμιά οικονομική αμοιβή, αλλά πρόθυμα υπόκεινται και σε όποιες και όσες οικονομικές ή άλλες θυσίες συνεπάγεται η συμμετοχή τους σ’ αυτή τη χορωδία. Ιδιαίτερα τώρα που όλοι βιώνουν σε συνθήκες 22χρονου εκτοπισμού, η ερασιτεχνική αυτή προσφορά τους είναι πολλαπλάσια σημαντική. Σχολιάσθηκε πολύ. Κι έγινε κατά καιρούς «σημείον αντιλεγόμενον» το είδος, το ύφος και η τεχνοτροπία του ψαλσίματος της μονόφωνης «Χορωδίας Σουρουλλά». Και στη σημερινή ακόμα εποχή μας που διασταυρώνονται απόψεις και διχάζονται οι γνώμες ειδικών και μη, στην ευγενική διελκυστίνδα των ερωτημάτων και των αμφιβολιών, πιο ύφος είναι περισσότερο ή λιγότερο Βυζαντινό ή Ευρωπαϊκό, η χορωδία του Σουρουλλά έδωσε και δίνει την απάντηση πρώτα με το στόμα του αείμνηστου Μητροπολίτη Σάρδεων Μάξιμου που αποφάνθηκε ακούοντας τη χορωδία γύρω στη δεκαετία του 1947 που βρέθηκε στην Κύπρο ότι : «… Το ύφος αυτής της χορωδίας είναι το ίδιο ακριβώς εκείνο που ψάλλεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο…» Και πολύ αργότερα στις 21 του Νοέμβρη 1971 ο τότε αείμνηστος Αρχιεπίσκοπος και πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας Μακάριος Γ΄ τόνιζε ότι «…Ο Γιάγκος Σουρουλλάς δημιούργησε στη Λύση την καλυτέραν εν Κύπρω χορωδίαν…» Καθιερώθηκε και εκτιμήθηκε η «Χορωδία Σουρουλλά» και δημιούργησε το δικό της ήθος και ύφος. Ανάπτυξε στους Λυσιώτες αυστηρό μουσικό κριτήριο και καλλιτεχνική ευαισθησία. Ανέβασε και καλλιέργησε τη μουσική τους κρίση σε ζηλευτό επίπεδο, που περνώντας μέσα από ανταριασμένες δεκαετίες κατόρθωσε να διατηρηθεί μέχρι σήμερα (1996) αναλλοίωτο και αμετάθετο. Όμως μέχρι να καθιερωθεί αυτή η χορωδία και να γίνει σύμβολο για τους θαυμαστές της και σεβαστή στους επικριτές της, πέρασε μέσα από πολλές χέρσες αντιλήψεις και αγκαθερά μονοπάτια προκατάληψης. Είναι παραδεχτό ότι κάθε νέο κι ασυνήθιστο, θα βρει την αντίθεση και την επίκριση. Η «Χορωδία Σουρουλλά» δεν αποτέλεσε την εξαίρεση του κανόνα. Είχε ν’ αντιμετωπίσει θέματα προσωπικού γοήτρου και προσωπικών παθών, που δεν χωρούσαν στο ομαδικό πνεύμα της χορωδίας. Κάποια προσωπικά συμφέροντα και μικρότητες προσωπικής προβολής. Ιδιοτελείς συλλογισμούς πολλών εκάστοτε εκκλησιαστικών επιτροπών, μικροπολιτικές σκοπιμότητες, κάποιες τυχόν μουσικές αδυναμίες κάποιων μελών κ.ά. Αγέρωχος κι απτόητος όμως ο Γιάγκος Σουρουλλάς, παραμερίζοντας μικρότητες και αδυναμίες, πιστός στην πίστη του για τη χορωδία, ποτέ δε γονάτισε, ποτέ δεν κατέρρευσε και ποτέ δεν καταφέρτηκε. Πάντα νικούσε με τη δύναμη της καλωσύνης, της λογικής και του έργου του. Και αργότερα όταν πια η χορωδία καθιερώθηκε και αναγνωρίστηκε σε Παγκύπριο επίπεδο διηγόταν με το γλυκό ημισατιρικό του ύφος, μερικά στιγμιότυπα της μικρότητας και της ιδιοτέλειας κάποιων μελών, κάποιας εκκλησιαστικής επιτροπής, κάποιας εποχής που αναζητούσαν αιτίες και προσχήματα να διαλύσουν τη χορωδία, και προσπαθούσαν με έντονο και επιταχτικό ύφος, να του υποβάλουν και να του επιβάλουν τη δική τους γνώμη για το αχρείαστο της ύπαρξης της με το γελοίο ισχυρισμό για τα μέλη της χορωδίας : «…Να κατεβούσιν ούλλοι κάτω, γιατί τούτοι εν να μας ισπάσουν τζιαι την χοροστασίαν…» και αμολούσε ο Γιάγκος εκείνο το γνωστό ανοικτόκαρδο σαν γάργαρο νερό, γέλιο του, που μαρτυρούσε πολλά!... ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΜΑΘΕΙ ΟΛΟΥΣ ΤΟΥΣ ΛΥΣΙΩΤΕΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΜΟΥΣΙΚΗ. Όταν στη δεκαετία του 1930 παλιός συμμαθητής, συνεργάτης και στενός του φίλος τον επισκέφθηκε για να τον παρακαλέσει να δεχτεί το γιο του -τον υποφαινόμενο- για μαθητή του με τη συνοδευτική φιλική παρατήρηση: - Αντρέπουμαι τζιέλις ρε Γιάγκο που έσιεις τόσους πολλούς αμμά… Τινάχτηκε. Τον διάκοψε. - Ποττέ Κ… Να μου τον φέρεις. Εγιώ αν ήτουν δυνατόν είσιεν να μάθω τους χωρκανούς ούλλους Μουσικά. Τζιαι να τους βκάλω τζιαι πας στη χοροστασίαν… Κι έσμιξε το αμοιβαίο ανοιχτόκαρδο γέλιο τους… «ΕΚΑΜΑΜΕΝ ΠΟΛΛΟΥΣ ΚΟΠΟΥΣ» Κι όταν γερασμένος πια και άρρωστος στα 80 του χρόνια, και μετά από μικρές προστριβές που δημιουργήθηκαν από τη μικρότητα τους τότε εκκλησιαστικούς υπεύθυνους, πολέμιους της χορωδίας, δυσανασχετημένος ο γιος του Σπύρος που ήταν τότε αντικαταστάτης του στη χοροστασία, του πρότεινε με κάποιο παράπονο και απαισιοδοξία, - Να παραιτήσουμεν τζιαι κανεί!... Λάδι καυτό στ’ αυτιά του το άκουσμα της λέξης «Να παραιτήσουμεν». Σαν κινηματογραφική ταινία πέρασαν στη στιγμή που το μυαλό του τα τόσα δύσκολα χρόνια που αγωνίστηκε σκληρά σε αντίξοες συνθήκες – χωρίς ποτέ να καταρρεύσει – να πραγματοποιήσει αυτό που ονειρεύτηκε, και τώρα να του υποβάλλεται στο τέλος αυτού του αγώνα και αυτού του οράματος. Ψήλωσε πάνω αργά το κεφάλι. Κοίταξε με αγάπη το γιο του στα μάτια. Η γερασμένη γλυκειά φωνή του αντιστάθηκε παρακαλεστά. Με δυο λόγια έδειξε τον αμετάθετο προσανατολισμό και χάραξε τη σωστή πορεία και σ’ αυτό τον κλυδωνισμό. - Μα εκάμαμεν πολλούς κόπους γιε μου!... Ήταν αρκετός ο σοφός βαρύς λόγος του… Η χορωδία συνέχισε… και συνεχίζει… ΓΙΑΓΚΟΣ ΚΑΛΛΗ ΣΟΥΡΟΥΛΛΑΣ Σύντομο βιογραφικό Από τις πρώτες και σημαντικότερες οικογένειες που κατοίκησαν στη Λύση γύρω στο 1700 ήταν η οικογένεια τους Πελεκάνους. Γενάρχης ο Κυριάκος Πελεκάνος. Όπως σημειώνει ο Λυσιώτης λαογράφος Σάββας Ξυστούρης «… οι απόγονοι του Πελεκάνου ήταν άνθρωποι φιλήσυχοι και φίλεργοι…» Γιος του Πελεκάνου ήταν και ο Γιαννής. Ο βοσκός που με τη φιλεργατικότητα του απόκτησε μεγάλο κοπάδι από πρόβατα. Και ο μεγάλος αριθμός προβάτων σ’ ένα κοπάδι έπαιρνε ταυτόχρονα το επίθετο «Σουρί…». Έτσι ο Γιαννής που είχε το μεγαλύτερο «Σουρί» πήρε και το επίθετο «Σουρουλλάς» που έμελλε να το κληρονομήσουν με περηφάνια οι απόγονοί του. Γιος του Γιαννή του Σουρουλλά ήταν ο Καλλής που νυμφεύτηκε την Παναγιωτού του Παπαμιχαήλ ή Πρωτόπαπα. Ο πρωτότοκος γιος τους ήρθε το 1894 και πήρε και το όνομα του παππού του Γιαννής = Γιάγκος Καλλή Σουρουλλάς. Τα παιδιά της οικογένειας του Καλλή του Σουρουλλά ήταν:
Ο Καλλής του Γιαννή του Σουρουλλά ακολούθησε το επάγγελμα του πατέρα του. Έγινε βοσκός στα βοσκολιβάδια της Αγλάσυκας. Και βοσκό ήθελε και το γιο του το Γιάγκο που τον έβαλε πολύ νωρίς στη δουλειά, στο κοπάδι, έστω κι αν ήταν μαθητούδι στο Δημοτικό Σχολείο. Η μάνα του Γιάγκου όμως η Παναγιωτού του Πρωτόπαπα – Παπαμιχαήλ είχε άλλα όνειρα. Προόριζε το καλλίφωνο πρωτοπαίδι της να γίνει παπάς του χωριού όπως ήταν κι ο πατέρας της. Και σαν πρώτο βήμα ήθελε να τον στείλει να μάθει «μουσικά». Και ο Γιάγκος δέχτηκε ευχάριστα το θέλημα της μάνας του. Κι έτσι δούλευε στο κοπάδι, πήγαινε στο Δημοτικό Σχολείο, και τα βράδια στον Παπασταυρή, και τον ξάδελφό του Γιάγκο Παπαδημήτρη – που και οι δυο τους δεν ήταν και καλοί γνώστες της Βυζαντινής μουσικής – για να μάθει τη ψαλτική τέχνη. Σαν τέλειωσε το Δημοτικό Σχολείο μπήκε στη βιοπάλη. Πήγε μαθητούδι στον Φιλιππή Παπαδημήτρη να γίνει μαραγκός. Ήταν η σημαδιακή εποχή του 1908 που στη Λύση διορίστηκε δάσκαλος στο σχολείο του χωριού ο νεαρός Λυσιώτης Κωνσταντινός Τομπόλης σε ηλικία 23 χρονών, και που διορίστηκε ταυτόχρονα δεξιός ιεροψάλτης στην εκκλησίας της Παναγίας Λύσης. Και σαν καλός γνώστης της Βυζαντινής μουσικής που ήταν άρχισε να διδάσκει τη μουσική στο σχολείο και στο σπίτι του σε πολλά Λυσιωτόπουλλα και άλλα των περιχώρων. Ο Γιάγκος δεν χάνει την ευκαιρία. Πάει κοντά του και αρχίζει συστηματικά μαθήματα Βυζαντινής μουσικής παρόλο που ο δάσκαλος του ήταν μόνο κατά εννιά χρόνια μεγαλύτερος. Εδώ ο Γιάγκος από την πρώτη μέρα βρήκε το στοιχείο του. Γρήγορα ξεχώρισε από όλους τους άλλους συμμαθητές του, και βοηθούσε ταυτόχρονα το δάσκαλό του, και στη διδασκαλία και στο ψάλσιμο στην εκκλησία. 1912: Μέσα στην έντονη αυτή τετράχρονη μουσική περίοδο της ζωής του αποφασίζει και την προσωπική οικογενειακή του αποκατάσταση. Αρραβωνιάζεται σε ηλικία 18 χρονών τη γειτονοπούλα του Λαμπού Κωνσταντή Κουσιάππα και ύστερα από 4 χρόνια σε ηλικία 22 χρονών διορίζεται υπεύθυνος αριστερός ιεροψάλτης με δεξιό το δάσκαλο του Τομπόλη και με βοηθούς τους συμμαθητές του Δημήτρη Παναγή Θεοκλή (Σιημητρά), Read more |
Τρίτη 14 Ιανουαρίου 2014
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου